Με αφορμή την καθιέρωση της 21ης Μαρτίου ως «Παγκόσμιας Ημέρας της Ποίησης» θα αναφερθούμε στην ιστορική αναδρομή , πότε και από ποιους εμπνεύστηκε και καθιερώθηκε.
Στον ποιητή Μιχαήλ Μήτρα ανήκει η αρχική έμπνευση της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης, η οποία εορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου. Ο Έλληνας ποιητής, το φθινόπωρο του 1997 πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να υιοθετηθεί ο εορτασμός της ποίησης στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, και να οριστεί συγκεκριμένη ημέρα γι’ αυτό.
Η εισήγησή του έφτασε με επιστολή στα χέρια του ποιητή και μελετητή της ποίησης Κώστα Στεργιόπουλου, προέδρου τότε της Εταιρείας Συγγραφέων. Η ποιήτρια Λύντια Στεφάνου πρότεινε ως ημέρα εορτασμού την 21η Μαρτίου, την ημέρα της εαρινής ισημερίας, που συνδυάζει το φως από τη μία και το σκοτάδι από την άλλη, όπως η ποίηση, που συνδυάζει το φωτεινό πρόσωπο της αισιοδοξίας με το σκοτεινό πρόσωπο του πένθους. Η πρώτη Ημέρα Ποίησης γιορτάστηκε το 1998, στο παλαιό ταχυδρομείο της πλατείας Κοτζιά.
Η Λύντια Στεφάνου, από τις γνωστές ποιητικές φωνές της Μεταπολεμικής Ποίησης, είπε ότι η πρώτη μέρα της Άνοιξης είναι η κατάλληλη για τη γιορτή της Ποίησης. Και ο Βασίλης Βασιλικός, πρέσβης στην UNESCO, πρότεινε η 21η Μαρτίου η ημέρα να κηρυχτεί η Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης. Στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO, τον Οκτώβρη του 1999, η 21η Μαρτίου κηρύχτηκε η Παγκόσμια μέρα της Ποίησης
Πέρυσι το έτος 2020 αλλά και φέτος το έτος 2021 απουσία των εκδηλώσεων λόγω της παγκόσμιας πανδημίας covid – 19 , θα τιμηθεί ο ποιητικός λόγος διαδικτυακά με ποιήματα των σύγχρονων Ελλήνων ποιητών . Είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο το γεγονός, ότι καθημερινά δημοσιεύονται πολυάριθμα έργα, κάτι που ενισχύει την άποψη πως η ποίηση και γενικότερα η λογοτεχνία αποτελεί σημαντική και πολύτιμη συνεισφορά στον πολιτισμό μας.
Ας θυμηθούμε …
Η Οδύσσεια είναι το δεύτερο μεγάλο ηρωικό έπος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μετά την Ιλιάδα. Αν και τα δύο έπη αποδίδονται από την παράδοση στον Όμηρο, η φιλολογία αναγνωρίζει σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους και η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η Οδύσσεια συντέθηκε από διαφορετικό ποιητή, πιθανότερα μαθητή του Ομήρου, με κάποια χρονική απόσταση από την Ιλιάδα.
Η Οδύσσεια που αποτελείται από 12.110 στίχους, έναντι των 15.693 στίχων της Ιλιάδας, πραγματεύεται γενικά τον μεταπολεμικό νόστο αναδεικνύοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παλιννοστούντες και ειδικότερα τον περιπετειώδη επαναπατρισμό του ήρωα του Τρωικού Πολέμου και βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα καθώς και το φόνο των μνηστήρων, οι οποίοι έχοντας εγκατασταθεί στο παλάτι του διεκδικούσαν μέσω της γυναίκας του Πηνελόπης τη βασιλεία.
Έτσι στην Οδύσσεια ο ηρωισμός δεν είναι εκείνος των πεδίων των μαχών αλλά ο καρτερικός αγώνας επιβίωσης και της επιτυχίας των μετά τον πόλεμο ειρηνικών σκοπών όπως της ανάπτυξης του εμπορίου, της ναυτιλίας και των νέων αποικισμών. Αξιοσημείωτο είναι ότι αν και τα εξιστορούμενα γεγονότα του έπους καλύπτουν βάθος χρόνου μια δεκαετία ο ποιητής του έργου τα έχει εντάξει σε μόλις 41 ημέρες. Παρόμοιο συμβαίνει και στην Ιλιάδα όπου εκεί ο δεκαετής τρωικός πόλεμος εντάχθηκε σε 51 ημέρες
Χαρακτηριστικό δείγμα της εκπληκτικής ποιητικής δεινότητας του Ομήρου αποτελεί και ένα απόσπασμα (ραψωδία ε της Οδύσσειας, στίχοι 61 – 75), όπου ο Ποιητής περιγράφει μοναδικά την ομορφιά της φύσης γύρω από τη σπηλιά της Καλυψούς. Το φυσιολατρικό στοιχείο και εδώ είναι ιδιαίτερα έντονο. Παραθέτουμε το υπέροχο αυτό απόσπασμα σε μετάφραση του Ζησίμου Σιδέρη:
Στόν αργαλειό της ομπροστά γλυκοτραγούδαε εκείνη, λεύκες, |
|
65 | και μυρωδάτα ανάμεσα στεκόνταν κυπαρίσσια. Λογής πυκνόφτερα πουλιά κουρνιάζανε στα δέντρα, γκιώνηδες, και γεράκια, και φωναχτερές κουρούνες της θάλασσας, που χαίρουνται να ζούνε στα νερά της. Και γύρω στις βαθειές σπηλιές της νύφης απλωνόταν ήμερο κλήμα θαλερό σταφύλια φορτωμένο· |
70 | αράδα βρύσες τέσσερες άσπρο νεράκι χύναν, κοντά κοντά, μα καθεμιά κι αλλού κατρακυλούσε. Πλάγι λιβάδια μαλακά με σέλινα και βιόλες, που αθάνατος κι άν ήρχουνταν σε τέτοιες πρασινάδες, με θαμασμό θα κοίταζε και θ’ άνοιγε η καρδιά του. |
Στάθηκ’ εκεί και θάμαζε ο Αργοφονιάς ο μέγας.
Κι αφού όλα τα καμάρωσε με την καρδιά του, μπήκε
… Κι η Καλυψώ, μ’ ολόχρυση σαΐτα,
στον αργαλειό της ύφαινε και γλυκοτραγουδούσε.
Φούντωνε γύρω στη σπηλιά δροσολουσμένο δάσος
με κυπαρίσσια ευωδιαστά, με πεύκες και με σκλήθρα,
όπου πλατύφτερα πουλιά φωλιάζανε εκεί πάντα,
γεράκια κι ανοιχτόφωνες κουρούνες, βαρδολούπες,
θαλασσοπούλια που αγαπούν τα πέλαγα να σχίζουν.
Κι ολόγυρα στην κουφωτή σπηλιά ήταν απλωμένη
κληματαριά πολύβλαστη, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερες βρύσες στη σειρά γλυκό νερό αναβρύζαν,
κοντά – κοντά, κι άλλη απ’ αλλού κυλούσε τα νερά της.
Κι ανθούσαν γύρω στη σειρά λιβάδια με γιοφύλλια
και σέλινα, που αν τα ’βλεπε κι αθάνατος ακόμα
θα σάστιζε και μέσα του θα ξάνοιγε η καρδιά του.
Εκεί στεκότανε ο Ερμής και θάμαζε θωρώντας.
Οι ποιητές της περιόδου 1750 – 1850
- Αριστοτέλης Βαλαωρίτης1824-1879
- Μανουήλ Βερνάρδος
- Γεώργιος Βιζυηνός1849-1896
- Ηλίας Ζερβός – Ιακωβάτος1814-1894
- Παναγιώτης Κάλας ή Τσοπανάκος
- Ανδρέας Κάλβος1792-1869
- Στέφανος Κανέλλος1792-1869
- Σοφοκλής Καρύδης1832-1893
- Κωνσταντίνος Κοκκινάκης1781-1831
- Αδαμάντιος Κοραής1748-1833
- Ανδρέας Λασκαράτος1811-1901
- Γεώργιος Λασσάνης1793-1870
- Παναγιώτης Ανδρόνικος Μακρής
- Γεράσιμος Μαρκοράς1826–1911
- Βασίλης Μιχαηλίδης1849-1917
- Αχιλλέας Παράσχος1838-1895
- Χριστόφορος Περραιβός
- Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής1809-1892
- Διονύσιος Σολωμός1798-1857
- Αλέξανδρος Σούτσος1803-1868
- Παναγιώτης Σούτσος1806-1868
- Ρήγας Φεραίος
- Μιχαήλ Χουρμούζης
- Αθανάσιος Χριστόπουλος1772-1847
- Αλέξανδρος Υψηλάντης1792-1828
Οι ποιητές της περιόδου 1851 – 1900
- Τέλλος Άγρας1899-1944
- Θέμος Αμούργης
- Μιχαήλ Αναστασίου
- Γεράσιμος Άννινος
- Μιχ. Αργυρόπουλος
- Κώστας Βάρναλης
- Κωστής Βελιμέζης
- Ηλίας Βουτιερίδης
- Αντώνης Γιαλούρης
- Άλκης Γιαννόπουλος
- Γεώργιος Δελής
- Ειρήνη Δεντρινού
- Δημήτρης Δημητριάδης
- Άγγελος Δόξας
- Δημήτρης Ευαγγελίδης
- Αντώνης Ιντιάνος
- Κωνσταντίνος Καβάφης
- Μανώλης Καλομοίρης
- Μιχαήλ Καλυβίτης
- Λίνος Καρζής
- Κώστας Καρυωτάκης
- Κώστας Κοντός
- Τάκης Κοντός
- Άργης Κόρακας
- Γιώργης Κουτουμάνος
- Χρήστος Λαγοπάτης
- Γιάννης Λεύκης
- Νίκος Λευτεριώτης
- Γιώργος Λογοθέτης
- Ξάνθος Λυσιώτης
- Λιλή Ιακωβίδου
- Λορέντζος Μαβίλης
- Μανώλης Μαγκάκης
- Θεόδωρος Μακρής
- Κώστας Μαρίνης
- Κώστας Μαρκίδης
- Παναγιώτης Μαυρέας
- Ιωάννης Μοσχονάς
- Στράτης Μυριβήλης
- Γιώργος Νάζος
- Λέανδρος Παλαμάς
- Κωστής Παλαμάς
- Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
- Γιώργος Πολίτης
- Ιάκωβος Πολυλάς
- Νίκος Προεστόπουλος
- Ζήνων Ρωσίδης
- Γιώργος Σεφέρης
- Σωτήρης Σκίπης
- Γεώργιος Σουρής
- Στέλιος Σπεράντζας
- Νίκος Στρατάκης
- Γεώργιος Στρατήγης
- Ιούλιος Τυπάλδος
- Ρώμος Φιλύρας
- Γιώργος Φτέρης
- Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1880
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ (1849-1896)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1865-1922)
Η ποίηση μέχρι το 1930
Μέσα στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα εμφανίζονται ποιητές που ανανέωσαν την παράδοση αλλά δεν αποτέλεσαν μια συγκεκριμένη σχολή, καθώς ο καθένας τους είχε τα δικά του χαρακτηριστικά. Ανάμεσά τους ξεχωριστή είναι η παρουσία του Κωνσταντίνου Καβάφη, ποιητή που επρόκειτο να ασκήσει ισχυρότατη και διαρκή επίδραση.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933) είναι από τους σημαντικότερους ποιητές, του οποίου η ποίηση ενέπνευσε τόσο τους Έλληνες, όσο και τους ξένους.
Δημοσίευσε ποιήματα, ενώ δεκάδες παρέμειναν ως προσχέδια. Τα σημαντικότερα έργα του τα δημιούργησε μετά τα 40 έτη. Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες.
Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα), τα 37 Αποκηρυγμένα ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα Κρυμμένα.
Ο ποιητής επεξεργαζόταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.
Ο Καβάφης λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Η τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα με τη συλλογική συνείδηση.
Άγγελος Σικελιανός
Σε ένα διαφορετικό κλίμα από εκείνο του Καβάφη κινείται η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού (1884-1951)
Κώστας Βάρναλης
Από τα ίδια ανθρωπιστικά ιδανικά και την πίστη στον ποιητή-προφήτη διακατέχεται και ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974)
Κώστας Καρυωτάκης
Κύριος εκφραστής αυτής της παρακμιακής τάσης είναι ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928), ο ποιητής που, μετά την αυτοκτονία του στην Πρέβεζα, αναγορεύτηκε αμέσως ως «ο αντιπρόσωπος μια εποχής». Ο χαρακτηρισμός αυτός στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 έλαβε αρνητική σημασία γιατί συνδυάστηκε με τη βαριά ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα
Η ποίηση τού Καρυωτάκη μπορεί να μην έχει άμεση αναφορά στην Ιστορία, αλλά ενσωματώνει με τον πιο δραστικό τρόπο τ’ απότοκά της, τα αποτελέσματα τής ροής της. Γι’αυτό η Πρέβεζα και η κάθε Πρέβεζα, έχουν αναδειχθεί σε σύμβολα, έχουν ξεφύγει από την συγκυρία και οι στίχοι του -παρά το πείσμα πολλών -συνεχίζουν να συγκινούν κοντά έναν αιώνα μετά τον θάνατό του…
Μαρία Πολυδούρη (1902-1930), της οποίας η ποίηση διακρίνεται από μελαγχολική διάθεση, το Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944)
Οι περισσότεροι από τους ποιητές της γενιάς αυτής, γεννημένοι ανάμεσα στο 1918 και το 1928, στα χρόνια της Κατοχής ήταν φοιτητές και γαλουχήθηκαν με τους στίχους των ποιητών του Μεσοπολέμου και της Γενιάς του Τριάντα (Καβάφη, Σικελιανού, Καρυωτάκη, Άγρα, Παπατσώνη, Σεφέρη, Ρίτσου, Ελύτη, Εμπειρίκου, Βρεττάκου)
Οι ποιητές που στη δεκαετία του ’30 υπήρξαν καινοτόμοι: Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος
Η ποίησή τους είναι χαμηλών τόνων που επηρεάζεται από το αίσθημα της απώλειας και της διάψευσης. «Η δική μας γενιά, χτυπημένη από παντού, έμεινε ουσιαστικά στις στήλες του περιθωρίου», γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης
Αποτέλεσμα αυτού του συναισθήματος είναι η απογοήτευση και η θλίψη που χαρακτηρίζει την ποίησή τους, τη λεγόμενη «ποίηση της ήττας». Κύριος εκπρόσωπος της τάσης αυτής είναι ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005), του οποίου η ποίηση ξεκινώντας από την εξομολόγηση της προσωπικής απόγνωσης εκφράζει το συναίσθημα της ήττας της γενιάς του. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης δημοσίευσε το κύριο μέρος του ποιητικού του έργου ανάμεσα στα 1941-1971
Γιώργος Σεφέρης
Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών Ελλήνων βραβευμένων με Νόμπελ Λογοτεχνίας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1931 με την ποιητική συλλογή Στροφή. Στη συλλογή αυτή τα περισσότερα ποιήματα κινούνται μέσα στο κλίμα του συμβολισμού και της καθαρής ποίησης, όπως και η επόμενη (Στέρνα, 1932). Στη Στροφή όμως υπάρχουν και ποιήματα που δείχνουν τη διαφοροποίηση της ποιητικής του γραφής και την απελευθέρωσή του από τα παραδοσιακά μετρικά πλαίσια. Η ολοκληρωτική ανανέωση της ποιητικής του γραφής άρχισε με το Μυθιστόρημα (1935) και συνεχίστηκε ως το τέλος. Η ποίησή του, που διακρίνεται για τη λιτότητα των εκφραστικών της μέσων και τον ήρεμο και χαμηλό της τόνο, αποτυπώνει τις αγωνίες του ποιητή για την τραγική μοίρα της φυλής μας (ο Σεφέρης έζησε το δράμα δύο παγκόσμιων πολέμων και της μικρασιατικής καταστροφής). Η καταστροφή της Σμύρνης και του μικρασιατικού ελληνισμού, ο ξεριζωμός των προσφύγων, η τραγική μοίρα του ανθρώπου, είναι βιώματα που σφράγισαν ανεξίτηλα τον ψυχικό του κόσμο κι αποκρυσταλλώθηκαν στην ποίησή του, που συντίθεται κάτω από το βάρος ενός δυσβάσταχτου παρελθόντος κι ενός αγωνιώδους παρόντος. Θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο σημαντικούς νεοέλληνες ποιητές, που άνοιξε νέους ορίζοντες στη νεοελληνική ποίηση κι η συμβολή του στην ανανέωσή της υπήρξε αποφασιστική. Αναγνώριση της ποιητικής του αξίας αποτέλεσε κι η απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963.
Οδυσσέας Ελύτης
Ο Οδυσσέας Ελύτης ( Αλεπουδέλης ) όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε την καταπληκτική ικανότητα να κάνει τις «εικόνες» των ποιημάτων του να ξεπηδούν μπροστά στα μάτια μας με όλα τα χρώματα, τις ευωδιές τους, τις αναμνήσεις που ξυπνάνε. Εικόνες του φωτός, του ουρανού, του απέραντου γαλάζιου της Ελλάδας, εικόνες ονειρικές πάντα υπό το φως του ελληνικού καλοκαιριού. Έτσι φώτιζε τον κόσμο μας ο Οδυσσέας Ελύτης και συνεχίζει να το κάνει μέσω του έργου που έχει αφήσει πίσω του.
Τα λόγια του σπουδαίου αυτού ποιητή που μας χάρισε τόσο όμορφες εικόνες και τόση μεγάλη σοφία σε 28 ποιητικές συλλογές και ποιήματα, είναι ακόμα πιο σημαντικά σήμερα, στις δυσκολες στιγμές που ζούμε. Διαβάζοντας Ελύτη, βρισκουμε και πάλι την τόλμη, τη δύναμη, το κουράγιο να συνεχίσουμε για ένα καλύτερο αύριο.
«Για εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες, είναι τ’ άσπρα σπιτάκια τ’ ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά ή κάτω από κάποιο πλατάνι. Είναι οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά, όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.»
Από την ποιητική συλλογή «Το φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά» (1971)
Το 1979 έρχεται η μεγάλη στιγμή για τον ποιητή. Στις 18 Οκτωβρίου η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι θα του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία». Στην ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας επισημαίνεται ότι το Άξιον Εστί αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ου αιώνα. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής στις 10 Δεκεμβρίου 1979 στη Στοκχόλμη, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουσταύο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα.Τα επόμενα χρόνια θα είναι αρκούντως δημιουργικά για τον Ελύτη, με σημαντικές εκδόσεις έργων του στην ποίηση, το δοκίμιο και τη μετάφραση. Οι διακρίσεις και οι τιμές για το έργο του, εντός και εκτός της Ελλάδας, θα συνεχιστούν και θα ενταθούν. Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης θα φύγει από τη ζωή στις 18 Μαρτίου 1996, σε ηλικία 85 ετών.
Γιάννης Ρίτσος
Ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) γεννήθηκε στη Μονεμβασιά και είχε τρία μεγαλύτερα αδέλφια, τα οποία πρωταγωνιστούν στα έργα του. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, η οποία θα καταστραφεί οικονομικά στη δεκαετία του 1920. Το 1921 πεθαίνουν ο αδερφός του Μίμης και η μητέρα του. Το 1924 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων, με το ψευδώνυμο Ιδανικόν Όραμα. Λόγω της οικονομικής καταστροφής του πατέρα του, φεύγει μαζί με την αδελφή του Λούλα για την Αθήνα, όπου θα κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, όπως δακτυλογράφος, διορθωτής, ηθοποιός, χορευτής, κ.ά. Το 1926 αρρωσταίνει από φυματίωση. Η προσχώρησή του στο μαρξισμό μάλιστα σχετίζεται άμεσα με την ασθένειά του, αφού από το 1927 ως το 1930 νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου γνωρίζει και μαρξιστές διανοούμενους της εποχής και τη Μαρία Πολυδούρη. Τη διετία 1927-1928, σαράντα νεορομαντικά του ποιήματα, που κινούνται στο κλίμα μελαγχολίας και νοσταλγίας του μεσοπολέμου, δημοσιεύονται στο Λογοτεχνικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Τα ποιήματα αυτά ανήκουν σε συλλογές που δεν θα εκδοθούν ποτέ – Στο παλιό μας σπίτι, Δάκρυα και χαμόγελα Ο Γιάννης Ρίτσος συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες της Αριστεράς και δουλεύει αρχικά στο εμπορικό θέατρο, ενώ στη συνέχεια πηγαίνει στο Εθνικό Θέατρο και στη Λυρική Σκηνή, όπου δουλεύει από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 μέχρι και την Κατοχή.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Τρακτέρ, εκδόθηκε από τον Γκοβόστη το 1934. Την ίδια χρονιά προσχωρεί στο ΚΚΕ. Στην Κατοχή, παρότι κατάκοιτος, δραστηριοποιήθηκε στον μορφωτικό τομέα του ΕΑΜ και, στα Δεκεμβριανά, κάηκε σχεδόν ολόκληρο το αρχείο του, που είχε δοθεί προς φύλαξη. Το 1948 εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, τον επόμενο χρόνο στη Μακρόνησο, το 1950-1951 στον Άη-Στράτη 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ. Μετά το πραξικόπημα το 1967 εξορίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Γυάρο και τη Λέρο και το 1968 στη Σάμο, όπου τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Το 1986 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Mainz της ΟΔΓ, και ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης 1975, Μπέρμιγχαμ 1978, Karl Marx της Λειψίας 1984, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας 1987. Τα ποιήματα που έγραψε στο διάστημα 1987-1989 εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, με τον τίτλο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα. Πέθανε το Νοέμβρη του 1990 και η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του. Άφησε πίσω του πενήντα ανέκδοτες συλλογές.
Τα έργα του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος.
Η ποίησή τους είναι χαμηλών τόνων που επηρεάζεται από το αίσθημα της απώλειας και της διάψευσης. «Η δική μας γενιά, χτυπημένη από παντού, έμεινε ουσιαστικά στις στήλες του περιθωρίου», γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης
Αποτέλεσμα αυτού του συναισθήματος είναι η απογοήτευση και η θλίψη που χαρακτηρίζει την ποίησή τους, τη λεγόμενη «ποίηση της ήττας». Κύριος εκπρόσωπος της τάσης αυτής είναι ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005), του οποίου η ποίηση ξεκινώντας από την εξομολόγηση της προσωπικής απόγνωσης εκφράζει το συναίσθημα της ήττας της γενιάς του. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης δημοσίευσε το κύριο μέρος του ποιητικού του έργου ανάμεσα στα 1941-1971
Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και ο Μιχάλης Κατσαρός (Κυπαρισσία, 1919– Αθήνα 1998), ο οποίος με την ποιητική του συλλογή Κατά Σαδδουκαίων (1953), που περιλαμβάνει ποιήματα αλληγορικού χαρακτήρα
Μια ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975), ποιητής που δημιουργεί κατά την Πρώτη Μεταπολεμική περίοδο, διαφέρει όμως από τους άλλους εκπροσώπους της. Ως ναυτικός, ο Καββαδίας από νεαρή ηλικία ερωτεύτηκε τα ταξίδια και τη θάλασσα. Μέσα από την ποίησή του αφηγείται τις περιπέτειές του από τα καράβια, τους έρωτες της ζωής του και τις προσωπικές του τρικυμίες.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί εκείνη του Νίκου Καρούζου (1926-1990)
Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του 60’ με τις συλλογές «Η έλαφος των άστρων», «Ο υπνόσακκος» και «Πενθήματα».
Ο Νίκος Καρούζος ξεκίνησε την ποιητική του διαδρομή από το κατάλυμα της θρησκευτικής πίστης, για να υιοθετήσει βαθμιαία το πνεύμα μιας θεμελιακής αμφισβήτησης: κάνοντας την αρχή από το γκρέμισμα των ουράνιων και των επίγειων θεών, θα φτάσει αργότερα μέχρι την προκήρυξη για την ανάγκη μιας επαναστατικής διαστολής του κόσμου. Ο Καρούζος δεν είναι, βεβαίως, ούτε συνηθισμένος πιστός ούτε κλασικός επαναστάτης.
Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005) αντλεί το υλικό της από πράγματα οικεία (το φεγγάρι, τα πουλιά, το μαχαίρι, ο σκύλος, το αίμα ) Όσον αφορά τα κυρίαρχα θέματα του έργου του, αυτά αφορούν την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. Ο Σαχτούρης θεωρείται ότι επηρεάστηκε σημαντικά από το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και παρά τη κυρίαρχη θέση του παραλόγου και του συμβολισμού στα ποιήματά του, δεν θεωρείται ότι εντάχθηκε ποτέ πλήρως στο ρεύμα αυτό.
Περισσότερο διαυγής και με διαφανή σύμβολα εμφανίζεται ο ποιητικός λόγος του Τάκη Σινόπουλου (1917-1981), γιατρού από την Αγουλινίτσα της Ηλείας. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τους Τ.Σ. Έλιοτ, Σεφέρη και Έζρα Πάουντ. Γενικά η ποίηση του είναι λυρική, επιγραμματική και κυριαρχείται από τραγική αυτογνωσία και απαισιοδοξία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του παρατηρήθηκε μια μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού υλικού προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο.
Νίκος Εγγονόπουλος ( 21 Οκτώβρη 1907 – 31 Οκτώβρη 1985) ο Νίκος Εγγονόπουλος, ποιητής και ζωγράφος, κορυφαίος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού.
Ο Τάσος Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 – 30 Οκτωβρίου 1988) συγκαταλέγεται στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Μέσα από τα έργα του κατάφερε να δώσει μια νέα πνοή στον έρωτα, εμπλουτίζοντάς τον με στοιχεία επικά και δραματικά.
Η ποίηση του Λειβαδίτη συνδέθηκε με το αγωνιστικό κλίμα και την εμπειρία που έζησαν οι Έλληνες ποιητές την περίοδο της Αντίστασης. Ανάλογα συνδέθηκε και η ποίηση του Τίτου Πατρίκιου (1928)
Κώστας Μόντης
(18 Φεβρουαρίου 1914 – 1 Μαρτίου 2004) ήταν Κύπριος συγγραφέας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ελληνοκύπριους ποιητές και συγγραφείς. Ένα μεγάλο μέρος από την ποίηση τού Μόντη σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τήν Τουρκική εισβολή στήν Κύπρο
Ο πιο σημαντικός σταθμός στην ποίηση της «γενιάς του ’30» είναι το έτος 1935. Εκείνη την χρονιά, που κατά σύμπτωση δημοσιεύεται και η τελευταία συλλογή του Παλαμά, ιδρύεται το περιοδικό Νέα Γράμματα, με το οποίο συνεργάζονται οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς, εκδίδεται το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη και εισάγεται στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός με την Υψικάμινο του Εμπειρίκου. Βέβαια οι ποιητές εξακολουθούν να υπηρετούν το συμβολισμό, που κυριάρχησε κυρίως κατά την προηγούμενη ποιητική γενιά. Μέσα στην ίδια δεκαετία δημοσίευσαν τα πρώτα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος και πρωτοεμφανίστηκε και ο δεύτερος σημαντικός εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού, ο Νίκος Εγγονόπουλος
1945 – 2000
Η μεταπολεμική λογοτεχνία εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια της κατοχής και είναι έντονα επηρεασμένη από τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής. Η γερμανική κατοχή, η αντίσταση στον κατακτητή, ο εμφύλιος που ακολούθησε, οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, τα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα αφήνουν το στίγμα τους και στο χώρο των Γραμμάτων. Μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής λογοτεχνίας είναι έντονα πολιτικοποιημένο και οι συγγραφείς είναι κυρίως αριστερής ιδεολογίας. Παράλληλα, εμφανίζονται άλλα ρεύματα, όπως το νεοϋπερρεαλιστικό και το υπαρξιακό, που εκφράζουν νέες τάσεις και ανάγκες της εποχής. Αν και τα χρονικά όρια είναι εντελώς εξωτερικά και η διαίρεση των λογοτεχνών σε κατηγορίες εξυπηρετεί περισσότερο μεθοδολογικούς σκοπούς, θα μπορούσαμε χονδρικά να κατατάξουμε τους μεταπολεμικούς ποιητές σε δύο γενιές. Στην πρώτη υπάγονται αυτοί που εξέδωσαν την πρώτη ποιητική συλλογή τους μετά το 1940 και στη δεύτερη όσοι εξέδωσαν στη δεκαετία 1955-1965. Στη σύγχρονη λογοτεχνία εντάσσονται ποιητές που γράφουν μετά το 1965.
Η μεταπολεμική ποίηση στο σύνολό της, παρ’ όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, παρουσιάζει κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχάς ο όγκος της ποιητικής παραγωγής έχει αυξηθεί και δύσκολα μπορεί κάποιος να διακρίνει ηγετικές φυσιογνωμίες. Υπάρχει μια ενιαία ποιητική φωνή και ενότητα θεμάτων, λόγω κυρίως της έντονης πολιτικοποίησης των μεταπολεμικών ποιητών. Την χαρακτηρίζει επίσης μια τραγική σοβαρότητα και ένα κλίμα κατάθλιψης και απαισιοδοξίας, χωρίς να λείπει από ορισμένους ποιητές μια ρομαντική τρυφερότητα.
Στην ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μπορούμε σε γενικές γραμμές να ξεχωρίσουμε τις εξής τάσεις:
α) την αντιστασιακή ή κοινωνική, όπου κυριαρχεί το όραμα για έναν κόσμο πολιτικά και κοινωνικά δικαιότερο (βλ. Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μιχάλης Κατσαρός, Τάκης Σινόπουλος, Θανάσης Κωσταβάρας, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, κ.ά),
β) την νεοϋπερρεαλιστική, όπου οι ποιητές ανανεώνουν και προωθούν σημαντικά την υπερρεαλιστική ποίηση του μεσοπολέμου (Ελένη Βακαλό, Νάνος Βαλαωρίτης, Έκτωρ Κακναβάτος, Μίλτος Σαχτούρης κ.ά).
γ) την υπαρξιακή ή μεταφυσική, στην οποία οι ποιητές καταπιάνονται με υπαρξιακά ζητήματα και καταγράφουν την μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο (βλ. Νίκος Καρούζος, Όλγα Βότση, Γιώργης Κότσιρας).
Οι ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς παρουσιάζονται ψυχολογικά διαφοροποιημένοι από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, αφού οι περισσότεροι είτε δεν έζησαν είτε δεν διαδραμάτισαν λόγω της ηλικίας τους κάποιο ρόλο στα γεγονότα της δεκαετίας του ’40. Εμφανίζονται σε μια περίοδο, κατά την οποία ο ψυχρός πόλεμος εξακολουθεί να απειλεί την ειρήνη. Ζουν σε μια μεταβατική εποχή, όπου το ηρωικό κλίμα έχει καταπέσει και η πολιτικοκοινωνική ζωή της χώρας δεν έχει σταθεροποιηθεί.
Αναγκάζονται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να καταφύγουν στη διερεύνηση περισσότερο του εσωτερικού χώρου τους για να εκφράσουν τις τραυματικές τους εμπειρίες.
Έχουν βαθιά την αίσθηση της διάψευσης των οραμάτων τους και αρνούνται να συμμετάσχουν στο πολιτικοκοινωνικό παιχνίδι. Τα κείμενά τους, που έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις βιωματικό χαρακτήρα, επανέρχονται περισσότερο σε θέματα υπαρξιακά, όπως η μοναξιά, η περιθωριοποίηση και τα ψυχολογικά αδιέξοδα και λιγότερο πολιτικά. Επηρεασμένοι από την ποίηση κυρίως του Καρυωτάκη καλλιεργούν έναν αντιλυρικό λόγο, ενώ είναι έντονα κριτικοί και σκεπτικιστές. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους Κατερίνα Αγγελάκη –Ρουκ, Ανδρέα Αγγελάκη, Νίκο Γρηγοριάδη, Κική Δημουλά, Μάνο Ελευθερίου, Κυριάκο Χαραλαμπίδη, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Λουκά Κούσουλα.
Οι ποιητές της δεκαετίας του ’70 αλλά και οι μετά από αυτούς δεν επηρεάστηκαν από τους μεταπολεμικούς ποιητές, γι’ αυτό ακολουθούν μια δική τους ποιητική πορεία. Μεγαλώνουν κατά την ψυχροπολεμική κυρίως περίοδο και σε μια εποχή οικονομικής ανάπτυξης, όπου ο καταναλωτισμός αρχίζει ως φαινόμενο να κάνει την εμφάνισή του στην ελληνική κοινωνία. Επιπρόσθετα, η περίοδος της δικτατορίας (1967-1964), η τραγωδία της Κύπρου (1974) με όλα τα αρνητικά συνεπακόλουθα επηρεάζουν την γραφή τους, η οποία διακρίνεται για την επαναστατικότητά της και την αντίθεσή της σε κάθε μορφής κατεστημένο. Η εριστικότητα του ύφους, που εκφράστηκε με τον σαρκασμό, την ειρωνεία και τη ρεαλιστική γλώσσα, είχε ως στόχο την αμφισβήτηση κάθε κατεστημένης αξίας, γι’ αυτό και οι ποιητές της περιόδου αυτής ονομάστηκαν και ποιητές της αμφισβήτησης. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους ποιητές: Νάσο Βαγενά, Γιάννη Βαρβέρη, Μιχάλη Γκανά, Τζένη Μαστοράκη, Μαρία Λαϊνά, Αντώνη Φωστιέρη, Κώστα Παπαγεωργίου.
Στο χώρο της πεζογραφίας οι συγγραφείς που γεννήθηκαν στις δεκαετίες 1920 και 1930 – υπάρχουν και μερικοί παλαιότεροι – και πρωτοεμφανίστηκαν στα Γράμματα μεταξύ 1945-1974 ονομάζονται μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Βίωσαν όλοι τα γεγονότα της κρίσιμης δεκαετίας του ’40 και τα μεταπολεμικά χρόνια που σημάδεψαν τη ζωή τους. Όσοι όμως γεννήθηκαν μετά το τέλος του εμφυλίου (1949) και δεν έχουν βιώματα από τη δεκαετία του ’40 κατατάσσονται στη σύγχρονη πεζογραφία.
Οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές από τους ομοτέχνους τους της Γενιάς του ’30 αλλά και πολλά κοινά. Όπως και οι ποιητές της περιόδου αυτής είναι επηρεασμένοι από τα γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου, γι’ αυτό και η μεταπολεμική πεζογραφία διακρίνεται για την έντονη πολιτικοποίησή της. Αμέσως μετά την Κατοχή (1944-1947), πολλοί συγγραφείς θέλησαν να διηγηθούν τα ιστορικά περιστατικά, ιδιαίτερα της Κατοχής και της Αντίστασης. Ωστόσο, τα πρώτα έργα τους δεν ξεφεύγουν από τα όρια της απλής μαρτυρίας ή του χρονικού.
Οι περισσότεροι μεταπολεμικοί πεζογράφοι συνεχίζοντας την παράδοση των προηγούμενων νατουραλιστών πεζογράφων απεικονίζουν την πραγματικότητα με διάθεση κριτική και επιμένουν στην απόδοση των πιο αποκρουστικών και ωμών πλευρών της. (βλ. Νίκος Κάσδαγλης, Κώστας Ταχτσής, Ανδρέας Φραγκιάς, Δημ. Χατζής κ.ά.). Χρησιμοποιούν με επιτυχία τις ρεαλιστικές αφηγηματικές συμβάσεις και την αυτοαναφορικότητα (την τάση δηλαδή να αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο) και το αυτοβιογραφικό στοιχείο (βλ. Γιώργος Ιωάννου, Χριστόφορος Μηλιώνης κ.ά.).
Κάποιοι επηρεάζονται από τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις της εποχής και εκφράζουν κοινωνικές προβληματισμούς στα έργα τους (Δημ. Χατζής, Κώστας Κοτζιάς, Ανδρέας Φραγκιάς, Στρατής Τσίρκας, Σπύρος Πλασκοβίτης, κ.ά.), ενώ μερικοί άλλοι θα αποφύγουν τη ζοφερή πραγματικότητα αναζητώντας καταφύγιο στη λυρική πεζογραφία του κλειστού χώρου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κυρίως γυναίκες πεζογράφοι, όπως η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, η Μιμίκα Κρανάκη, η Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ κ.ά.
Η παράδοση του εσωτερικού μονολόγου, που δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, συνεχίζεται και στη μεταπολεμική περίοδο με κυριότερο εκπρόσωπο τον Νίκο Μπακόλα. Την ίδια περίοδο μια αντίρροπη κίνηση εμφανίζεται μέσα από το περιοδικό Διαγώνιος (1958-1983) της Θεσσαλονίκης, με κύριους εκπροσώπους τον Γιώργο Ιωάννου, Νίκο Καχτίτση, Τόλη Καζαντζή κ.ά., η οποία συνδυάζει τα νεοτερικά στοιχεία με τα παραδοσιακά. Παράλληλα, μερικοί από τους μεταπολεμικούς πεζογράφους καταφεύγουν στη φαντασία για να απεικονίσουν εφιαλτικούς κόσμους, χρησιμοποιώντας τολμηρούς εκφραστικούς τρόπους (Τάκης Κουφόπουλος, Γιώργος Χειμωνάς κ.ά.).
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα εμφανίζονται νέες αναζητήσεις.
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες είναι εκείνη, που τοποθετώντας την πλοκή σε περιοχές που άλλοτε υπήρξε έντονη ελληνική παρουσία (Μ. Ασία, Αίγυπτος κ.ά.), επιδιώκει να ορίσει το ελληνικό μέσα από την αλληλεπίδραση με το αλλοεθνές και αλλόθρησκο. Το αποτέλεσμα είναι ένα νέου τύπου μυθιστόρημα, με κύριους εκπροσώπους τους Νίκο Θέμελη, Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα, Αλέξη Πανσέληνο κ.ά.
Στη μεταπολεμική δραματουργία κάνει την εμφάνισή του το «θέατρο του μικροαστισμού», στο οποίο κυριαρχεί ως αντιπροσωπευτικός ήρωας ο μικροαστός και η ιδεολογία της τάξης του και ως συμβολικός χώρος δράσης η αυλή. Κορυφαίος εκπρόσωπος της τάσης είναι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, αλλά και ο Δημήτρης Κεχαΐδης, ο Παύλος Μάτεσις, ο Κώστας Μουρσελάς κ.ά.
Οι κοινωνικοπολιτικές όμως αλλαγές που συντελούνται με την επιβολή της δικτατορίας του 1967 επιφέρουν αλλαγές και στην θεατρική γραφή. Οι συγγραφείς λόγω της λογοκρισίας αναγκάζονται να στραφούν στο «θέατρο του παραλόγου», που ευδοκιμεί στην Ευρώπη και να υιοθετήσουν παρόμοια γραφή. Ο υπαρξιακός εγκλεισμός, το μεταφυσικό κενό, το κοινωνικό αδιέξοδο και οι λύσεις φυγής είναι τα θέματα που τους απασχολούν. Ο Βασίλης Ζιώγας, η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Αντώνης Δωριάδης, ο Κώστας Μουρσελάς, ο Στρατής Καρράς είναι μερικοί από τους εκπροσώπους αυτού του είδους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 η δραματουργία διαφοροποιείται αισθητά, ακολουθώντας τους γενικότερους προσανατολισμούς του σύγχρονου θεάτρου. Οι συγγραφείς τώρα στρέφονται στον αρχαίο ελληνικό μύθο και στα κλασικά κείμενα και δημιουργούν συνθέσεις «διακειμενικού» χαρακτήρα, με τις οποίες συνενώνουν τις παραδοσιακές αξίες του θεατρικού μύθου με τις σύγχρονες απαιτήσεις του κοινού. Αυτές οι συνθέσεις αποτελούν τον «μεταμοντερνισμό» στην Ελλάδα και έχουν ως κύριους εκπροσώπους τους Ι. Καμπανέλλη, Α. Στάικο, Β. Ζιώγα κ.ά.
Πολλοί από τους ποιητές και τους πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς ασχολήθηκαν με την κριτική ή με το δοκίμιο, χωρίς ωστόσο να καλλιεργήσει κανείς το είδος αποκλειστικά. Σημαντικός κριτικός υπήρξε ο Γεώργιος Θέμελης που με σειρά δοκιμίων ασχολήθηκε με παλαιότερους και νεότερους λογοτέχνες, ενώ ο Ζήσιμος Λορεντζάτος καλλιέργησε κυρίως το δοκίμιο, προβάλλοντας ιδέες αρκετά πρωτότυπες. Ξεχωριστή είναι η περίπτωση του παιδαγωγού και φιλοσόφου ΕυάγγελουΠαπανούτσου
Που ασχολήθηκε επισταμένως με το γλωσσικό και λογοτεχνικό δοκίμιο. Σημαντική επίσης υπήρξε η συνεισφορά στη λογοτεχνική κριτική των πανεπιστημιακών Γ. Π. Σαββίδη, Απόστολου Σαχίνη, Κώστα Στεριόπουλου, Δημήτρη Μαρωνίτη, Γιώργου Βελουδή, Μιχάλη Μερακλή, Παναγιώτη Μουλλά, Αλέξανδρου Αργυρίου, Ερατοσθένη Καψωμένου κ.ά., των λογοτεχνών Μανώλη Αναγνωστάκη, Ντίνου Χριστιανόπουλου, Αλέξανδρου Κοτζιά, Γιάννη Δάλλα κ.ά. Αξιοσημείωτη είναι και η προσφορά στη λογοτεχνική κριτική των περιοδικών της εποχής.
Συνεχίζεται….
Αγάθη Ρεβύθη πηγή : Δ/δίκτυο