Τετάρτη, 8 Μαΐου, 2024
spot_img
ΑρχικήΠολιτισμόςΠοίησηΔιονύσιος Σολωμός «Ο Ζακυνθινός δημιουργός τού ‘’ Ύμνου εις την Ελευθερίαν ‘’,...

Διονύσιος Σολωμός «Ο Ζακυνθινός δημιουργός τού ‘’ Ύμνου εις την Ελευθερίαν ‘’, αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος άρχων της Επτανησιακής Σχολής , η πνευματική του οποίου λάμψη φωτίζει τον κόσμο, νυν και αεί»

 

 

 

 

Ενορχήστρωση πνευστών και κρουστών: Βασίλης Κωστούλας, Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας (από το 1865) και της Κύπρου από το 1966. Αποτελείται από 158 στροφές ή 632 στίχους.

Ο Διονύσιος Σολωμός, έμελλε να συνδέσει το όνομά του, με τη συγγραφή του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», οι πρώτες δύο στροφές του οποίου, έγιναν ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας.

Λάτρης της ποιητικής παράδοσης, ο γεννημένος στη Ζάκυνθο ποιητής, πρωτοπόρησε καλλιεργώντας τη δημοτική γλώσσα και συνδυάζοντάς τη με την Κρητική Λογοτεχνία και το δημοτικό τραγούδι. Πολυγραφότατος, αποτελεί και ως ο Εθνικός μας ποιητής τεράστιο κεφάλαιο για τον πολιτισμό του τόπου, ωστόσο, ήταν ο ίδιος που έλεγε, πως η αναγνώριση του Ύμνου εις την Ελευθερία, λειτούργησε σε βάρος των άλλων σπουδαίων έργων του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, ο Πόρφυρας, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Λάμπρος». Φαίνεται εξάλλου πως τόσο τον επηρέασε η συγγραφή του ποιήματος που έμελλε να γίνει ο Εθνικός μας ύμνος, που σχεδόν κανένα από τα έργα που έγραψε μετά δεν ολοκληρώθηκε και δεν δημοσιεύθηκε από τον ίδιο.

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798. Πατέρας του ο κόντες Νικόλαος Σολωμός με καταγωγή από οικογένεια Κρητικών προσφύγων, μητέρα του η υπηρέτρια του πατρός του, Αγγελική Νίκλη με ρίζες από τη Μάνη. Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από την πρώτη σύζυγό του, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Ωστόσο, φέρεται να είχε δεσμό με την Αγγελική Νίκλη από νωρίτερα, με την οποία απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο και τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο της Ιονίου Βουλής. Αξιοσημείωτο είναι και το ότι το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του θανάτου του Νικόλαου Σολωμού, ώστε τα παιδιά τους να αποκτήσουν τα νόμιμα οικογενειακά τους δικαιώματα.

Υπό τον εποπτεία του δασκάλου του, αβά Σάντο Ρόσι, ο Σολωμός πέρασε μετά το θάνατο του πατέρα του υπό την κηδεμονία του κόντε Διονύσιου Μεσάλα, ο οποίος μετά από έναν χρόνο, τον έστειλε στην Ιταλία για σπουδές. Εκεί, αρχικώς γράφτηκε στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στη Βενετία, όπου όμως αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες, λόγω της αυστηρής πειθαρχίας που επιβαλλόταν στους μαθητές. Έτσι, ο Ρόσι, που είχε ταξιδέψει μαζί του, τον πήρε στην Κρεμόνα όπου και ολοκλήρωσε τις μαθητικές τους υποχρεώσεις. Στα τέλη του 1815 γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, από όπου αποφοίτησε δύο χρόνια μετά. Επηρεασμένος από την ιταλική λογοτεχνία – και γνωρίζοντας άριστα την ιταλική γλώσσα, άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα στα ιταλικά. Γρήγορα το έργο του αναγνωρίστηκε, ενώ πλέον ο ίδιος είχε αρχίσει να γοητεύεται και από τον γαλλικό διαφωτισμό.

Επιστρέφοντας στη γενέτειρα του, εντάχθηκε πολύ γρήγορα στους λογοτεχνικούς κύκλους που αναπτύσσονταν ταχύτατα εκείνη την εποχή. Τότε είναι που τον κυριεύει η ιδέα, να συλλέξει δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας, προκειμένου να τα μελετήσει και να ανακαλύψει υλικό που θα εξέλισσε και τη δικό του έργο. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες, καθώς όχι μόνο δεν μπορούσε να κάνει καλή χρήση της ελληνικής γλώσσας, αλλά και δεν έβρισκε ποιητικά έργα στη δημοτική γλώσσα, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει ως πρότυπο.

Άρχισε να μελετά τα δημοτικά τραγούδια και την κρητική λογοτεχνία, ενώ δειλά – δειλά, έγραφε και τα πρώτα του ποιήματα στα ελληνικά. Ωστόσο η στιγμή που άλλαξε τη ροή του συγγραφικού του έργου, ήταν η συνάντησή του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, το 1822. Προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ στη Ζάκυνθο, ο Τρικούπης θέλησε να γνωρίσει τον Σολωμό. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό «Ωδή για την πρώτη λειτουργία». Ο Τρικούπης παρέμεινε σιωπηλός και λίγο μετά του αποκρίθηκε: «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη το Δάντη του». Μάλιστα ήταν εκείνος που βοήθησε τον Σολωμό στη μελέτη των ελληνικών ποιημάτων, προκειμένου να εξελίξει τη χρήση της ελληνικής γλώσσας.

 

Ο ύμνος εις την Ελευθερία 

Λένε, ότι ένας ποιητής πρέπει να γράψει πολλά έργα, ακόμη και συλλογές για να καταφέρει να κερδίσει την αναγνώριση. Δεν συνέβη το ίδιο με τον Σολωμό. Τον Μάιο του 1823, ολοκληρώνει τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», εμπνευσμένος από την ελληνική επανάσταση του 1821. Το ποίημα δημοσιεύεται στην Ελλάδα το 1824 και ένα χρόνο μετά στην Ευρώπη. Η φήμη του Σολωμού εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα και στην αλλοδαπή.

Το 1828, έχοντας οικονομικές διαφορές με τον αδελφό του Δημήτριο για κληρονομικά ζητήματα, ο Σολωμός μετακόμισε στην Κέρκυρα. Αρκετοί είναι ωστόσο εκείνοι που υποστηρίζουν, ότι ο Σολωμός σχεδίαζε να φύγει από τη Ζάκυνθο, αναζητώντας ένα πιο πνευματικό περιβάλλον, αλλά και την απαραίτητη απομόνωση για να συνεχίσει το έργο του. Εκεί, ξεκίνησε να μελετά τη γερμανική ρομαντική φιλοσοφία και ποίηση, διαβάζοντας τις ιταλικές μεταφράσεις των έργων σπουδαίων συγγραφέων.

Λίγα χρόνια αργότερα, την περίοδο 1833-1838, άλλη μία διαμάχη ξέσπασε στο οικογενειακό του περιβάλλον. Έχοντας αποκαταστήσει τις σχέσεις με τον αδελφό του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ετεροθαλή αδελφό του από την πλευρά της μητέρας του Ιωάννη Λεονταράκη, ο οποίος διεκδικούσε δικαστικά, τμήμα της πατρικής περιουσίας, με το επιχείρημα ότι ήταν και αυτός τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού, αφού η μητέρα του ήταν έγκυος πριν από το θάνατό του. Παρόλο που η κατάληξη της περιπέτειας ήταν ευνοϊκή για αυτόν και τον αδελφό του, η δικαστική διαμάχη οδήγησε σε αποξένωση του Σολωμού από τη μητέρα του, επιλέγοντας παράλληλα να απομακρυνθεί από κάθε έκφραση δημοσιότητας. Όχι όμως και από τη συγγραφική του συνέχεια, η οποία εκφράστηκε μέσα από τα ανολοκλήρωτα ποιήματά του, «Ο Κρητικός», «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», «Ο Πόρφυρας», τα οποία κατά πολλούς, είναι και τα καλύτερα έργα του. Το 1849, βραβεύθηκε με το μετάλλιο του Τάγματος του Σωτήρος

Το τέλος του Διονυσίου Σολωμού ήταν άδοξο. Το 1851 εμφάνισε σημαντικά προβλήματα υγείας,  και μετά και την τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που έπαθε το 1856 δεν έβγαινε καν από το σπίτι. Απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 1857. Η είδηση του θανάτου του μεταφέρθηκε αστραπιαία σε όλη τη χώρα, η οποία τον πένθησε με τιμές.

ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΟΤΙ… 

– Τα έργα που ο Σολωμός ξεκινούσε, αλλά άφηνε ανολοκλήρωτα, περιγράφηκαν από τον Κώστας Βάρναλης, με τη φράση «Ο Σολωμός πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε»
Τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδος αποτελούν οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”. Το 1828, ο Νικόλαος Μάντζαρος, κερκυραίος μουσικός και φίλος του Σολωμού, μελοποίησε το ποίημα, με βάση λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία, αλλά όχι ως εμβατήριο. Έκτοτε ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές.
– Το 1844 το ποίημα μελοποιήθηκε για δεύτερη φορά από τον Μάντζαρο και υποβλήθηκε στον βασιλέα Όθωνα με την ελπίδα να γίνει δεκτό ως εθνικός ύμνος. Παρά την τιμητική επιβράβευση του Ν. Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα και του Δ. Σολωμού με Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος, το έργο διαδόθηκε μεν ως “θούριος” αλλά δεν εγκρίθηκε ως ύμνος.
– Το 1861 ο Υπουργός των Στρατιωτικών ζήτησε από τον Μάντζαρο να συνθέσει εμβατήριο πάνω στον “Ύμνο εις την Ελευθερίαν”. Ο μουσικός μετέβαλε τον ρυθμό του ύμνου του Σολωμού σε ρυθμό εμβατηρίου και το 1864, μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” καθιερώθηκε ως εθνικός ύμνος. Ο εθνικός ύμνος, μαζί με τη μουσική του, τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 κομμάτια, το 1873, στο Λονδίνο.
– Το ποίημα “Ύμνος εις την Ελευθερία” αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές από αυτές οι 24 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος, το 1865. Από αυτές οι δυο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης αποδίδονται τιμές χαιρετισμού.

Ολόκληρος ο ” Εθνικός Ύμνος ”

1.

Σε γνωρίζω από την κόψητου σπαθιού την τρομέρη,σε γνωρίζω από την όψηπου με βία μετράει τη γη.

2.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένητων Ελλήνων τα ιερά,και σαν πρώτα ανδρειωμένη,χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

3.

Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,κι ένα στόμα ακαρτερούσες,έλα πάλι, να σου πει.

4.

Άργειε νά ’λθει εκείνη η μέρακαι ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρακαι τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5.

Δυστυχής! Παρηγορίαμόνη σού έμενε να λεςπερασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

6.

Και ακαρτέρει, και ακαρτέρειφιλελεύθερη λαλιά,ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέριαπό την απελπισιά.

7.

Κι έλεες: Πότε, α! πότε βγάνωτο κεφάλι από τσ’ ερμιές;Και αποκρίνοντο αποπάνωκλάψες, άλυσες, φωνές.

8.

Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάηματα θολό,και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,πλήθος αίμα Ελληνικό.

9.

Με τα ρούχα αιματωμέναξέρω ότι έβγαινες κρυφά να γυρεύεις εις τα ξέναάλλα χέρια δυνατά.

10.

Μοναχή το δρόμο επήρες,εξανάλθες μοναχή·δεν είν’ εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλεί.

11.

Άλλος σού έκλαψε εις τα στήθια,αλλ’ ανάσασιν καμιά·άλλος σού έταξε βοήθειακαι σε γέλασε φρικτά.

12.

Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σουοπού εχαίροντο πολύ,σύρε νά βρεις τα παιδιά σου,σύρε, ελέγαν οι σκληροί.

13.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατείή την πέτρα ή το χορτάριπου τη δόξα σού ενθυμεί.

14.

Ταπεινότατη σου γέρνειη τρισάθλια κεφαλή, σαν πτωχού που θυροδέρνεικι είναι βάρος του η ζωή.

15.

Ναι· αλλά τώρα αντιπαλεύεικάθε τέκνο σου με ορμή,που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή.

16.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένητων Ελλήνων τα ιερά,και σαν πρώτα ανδρειωμένη,χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

17.

Μόλις είδε την ορμή σουο ουρανός, που για τσ’ εχθρούςεις τη γη τη μητρική σουέτρεφ’ άνθια και καρπούς,

18.

εγαλήνευσε· και εχύθη καταχθόνια μία βοή,και του Ρήγα σου απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή. *

19.

Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξανχαιρετώντας σε θερμά, και τα στόματα εφωνάξανόσα αισθάνετο η καρδιά.

20.

Εφωνάξανε ώς τ’ αστέριατου Ιονίου και τα νησιά,και εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά,

21.

μ’ όλον που ’ναι αλυσωμένοτο καθένα τεχνικά,και εις το μέτωπο γραμμένοέχει: Ψεύτρα Ελευθεριά.

22.

Γκαρδιακά χαροποιήθηκαι του Βάσιγκτον η γη,και τα σίδερα ενθυμήθηπου την έδεναν και αυτή.

23.

Απ’ τον πύργο του φωνάζει,90σα να λέει σε χαιρετώ,και τη χήτη του τινάζειτο Λεοντάρι το Ισπανό.

24.

Ελαφιάσθη της Αγγλίαςτο θηρίο, και σέρνει ευθύς κατά τ’ άκρα της Ρουσίαςτα μουγκρίσματα τσ’ οργής.

25.

Εις το κίνημά του δείχνειπως τα μέλη είν’ δυνατά·και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά.

26.

Σε ξανοίγει από τα νέφηκαι το μάτι του Αετού,που φτερά και νύχια θρέφειμε τα σπλάχνα του Ιταλού·

27.

και σ’ εσέ καταγειρμένος,γιατί πάντα σε μισεί,έκρωζ’ έκρωζε ο σκασμένος,να σε βλάψει, αν ημπορεί.

28.

Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ πού θα πρωτοπάς·δεν μιλείς και δεν κουνιέσαιστες βρισίες οπού αγρικάς·

29.

σαν το βράχον οπού αφήνεικάθε ακάθαρτο νερό εις τα πόδια του να χύνειευκολόσβηστον αφρό,

30.

οπού αφήνει ανεμοζάληκαι χαλάζι και βροχήνα του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή.

31.

Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,οποιανού θέλει βρεθείστο μαχαίρι σου αποκάτουκαι σ’ εκείνο αντισταθεί.

32.

Το θηρίο π’ ανανογιέται,πως του λείπουν τα μικρά,περιορίζεται, πετιέται,αίμα ανθρώπινο διψά·

33.

τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,και όπου φθάσει, όπου περάσει.φρίκη, θάνατος, ερμιά·

34.

ερμιά, θάνατος και φρίκηόπου επέρασες κι εσύ· ξίφος έξω από τη θήκηπλέον ανδρείαν σού προξενεί.

35.

Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκειτης αθλίας Τριπολιτσάς·τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς.

36.

Μεγαλόψυχο το μάτιδείχνει, πάντα οπώς νικεί,και ας είν’ άρματα γεμάτηκαι πολέμιαν χλαλοή.

37.

Σου προβαίνουνε και τρίζουνγια να ιδείς πως είν’ πολλά·δεν ακούς που φοβερίζουνάνδρες μύριοι και παιδιά; *

38.

Λίγα μάτια, λίγα στόματα150θα σας μείνουνε ανοιχτάγια να κλαύσετε τα σώματαπου θε νά βρει η συμφορά.

39.

Κατεβαίνουνε, και ανάφτειτου πολέμου αναλαμπή· το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,λάμπει, κόφτει το σπαθί.

40.

Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;Λίγα τα αίματα γιατί;Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν’ ανεβεί. *

41.

Μέτρα… είν’ άπειροι οι φευγάτοι,οπού φεύγοντας δειλιούν·τα λαβώματα στην πλάτηδέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν.

42.

Εκεί μέσα ακαρτερείτετην αφεύγατη φθορά·νά, σας φθάνει· αποκριθείτεστης νυκτός τη σκοτεινιά. *

43.

Αποκρίνονται, και η μάχη έτσι αρχίζει, οπού μακριάαπό ράχη εκεί σε ράχηαντιβούιζε φοβερά.

44.

Ακούω κούφια τα τουφέκια,ακούω σμίξιμο σπαθιών,175ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,ακούω τρίξιμο δοντιών.

45.

Α! τί νύκτα ήταν εκείνηπου την τρέμει ο λογισμός;Άλλος ύπνος δεν εγίνη πάρεξ θάνατου πικρός.

46.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,οι κραυγές, η ταραχή,ο σκληρόψυχος ο τρόποςτου πολέμου, και οι καπνοί,

47.

και οι βροντές, και το σκοτάδι,οπού αντίσκοφτε η φωτιά,επαράσταιναν τον άδηπου ακαρτέρειε τα σκυλιά·

48.

τ’ ακαρτέρειε. — Εφαίνοντ’ ίσκιοι αναρίθμητοι γυμνοί,κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,βρέφη ακόμη εις το βυζί.

49.

Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,μαύρη η εντάφια συντροφιά,195σαν το ρούχο οπού σκεπάζειτα κρεβάτια τα στερνά.

50.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοιεπετιούντο από τη γη,όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι από τούρκικην οργή.

51.

Τόσα πέφτουνε τα θέρι-σμένα αστάχια εις τους αγρούς·σχεδόν όλα εκειά τα μέρηεσκεπάζοντο απ’ αυτούς.

52.

Θαμποφέγγει κανέν’ άστρο,και αναδεύοντο μαζί,ανεβαίνοντας το κάστρομε νεκρώσιμη σιωπή.

53.

Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,210μες στο δάσος το πυκνό,όταν στέλνει μίαν αχνάδαμισοφέγγαρο χλωμό,

54.

εάν οι άνεμοι μες στ’ άδειατα κλαδιά μουγκοφυσούν, σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

55.

Με τα μάτια τους γυρεύουνόπου είν’ αίματα πηχτά,και μες στ’ αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά,

56.

και χορεύοντας μανίζουνεις τους Έλληνας κοντά,και τα στήθια τούς εγγίζουνμε τα χέρια τα ψυχρά.

57.
Εκειό το έγγισμα πηγαίνειβαθιά μες στα σωθικά,όθεν όλη η λύπη βγαίνει,και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
58.

Τότε αυξαίνει του πολέμου ο χορός τρομακτικά,σαν το σκόρπισμα του ανέμουστου πελάου τη μοναξιά.

59.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου·κάθε κτύπημα που εβγεί είναι κτύπημα θανάτου,χωρίς να δευτερωθεί.

60.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·λες και εκείθεν η ψυχήαπ’ το μίσος που την καίει πολεμάει να πεταχθεί.

61.

Της καρδίας κτυπίες βροντάνεμες στα στήθια τους αργά,και τα χέρια οπού χουμάνεπερισσότερο είν’ γοργά.

62.

Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι,ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·γι’ αυτούς όλους το παν είναιμαζωμένο αντάμα εκεί.

63.

Τόση η μάνητα και η ζάλη, που στοχάζεσαι, μη πώςαπό μία μεριά και απ’ άλληδεν μείνει ένας ζωντανός.

64.

Κοίτα χέρια απελπισμέναπώς θερίζουνε ζωές! Χάμου πέφτουνε κομμέναχέρια, πόδια, κεφαλές,

65.

και παλάσκες και σπαθίαμε ολοσκόρπιστα μυαλά,και με ολόσχιστα κρανία σωθικά λαχταριστά.

66.

Προσοχή καμία δεν κάνεικανείς, όχι, εις τη σφαγή·πάνε πάντα εμπρός. Ω! φθάνει,φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;

67.

Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,πάρεξ όταν ξαπλωθεί;δεν αισθάνονται τον κόποκαι λες κι είναι εις την αρχή.

68.

Ολιγόστευαν οι σκύλοι, και Αλλά εφώναζαν, Αλλά·και των Χριστιανών τα χείληΦωτιά εφώναζαν, φωτιά.

69.

Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,πάντα εφώναζαν φωτιά, και οι μιαροί κατασκορπιούντο,πάντα σκούζοντας Αλλά.

70.

Παντού φόβος και τρομάρακαι φωνές και στεναγμοί·παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί.

71.

Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλιεις τ’ αφτιά δεν τους λαλεί.Όλοι χάμου εκείτοντ’ όλοιεις την τέταρτην αυγή.

72.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνηκαι κυλάει στη λαγκαδιά,και το αθώο χόρτο πίνειαίμα αντίς για τη δροσιά.

73.

Της αυγής δροσάτο αέρι, δεν φυσάς τώρα εσύ πλιοστων ψευδόπιστων το αστέρι· *φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ.

74.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένητων Ελλήνων τα ιερά,295και σαν πρώτα ανδρειωμένη,χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

75.

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι·δεν λάμπ’ ήλιος μοναχάεις τους πλάτανους, δεν λάμπει εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά·

76.

εις τον ήσυχον αιθέρατώρα αθώα δεν αντηχείτα λαλήματα η φλογέρα,τα βελάσματα το αρνί·

77.

τρέχουν άρματα χιλιάδεςσαν το κύμα εις το γιαλό·αλλ’ οι ανδρείοι παλικαράδεςδεν ψηφούν τον αριθμό.

78.

Ω τρακόσιοι! σηκωθείτε και ξανάλθετε σ’ εμάς·τα παιδιά σας θέλ’ ιδείτεπόσο μοιάζουνε με σας.

79.

Όλοι εκείνοι τα φοβούνται.Και με πάτημα τυφλό εις την Κόρινθο αποκλειούνταικι όλοι χάνουνται απεδώ.

80.

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρουΠείναν και Θανατικό·που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο·

81.

και πεσμένα εις τα χορτάριααπεθαίνανε παντούτα θλιμμένα απομεινάριατης φυγής και του χαμού.

82.

Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,που ό,τι θέλεις ημπορείς,εις τον κάμπο, Ελευθερία.ματωμένη περπατείς.

83.

Στη σκιά χεροπιασμένες, * στη σκιά βλέπω κι εγώκρινοδάκτυλες παρθένεςόπου κάνουνε χορό·

84.

στο χορό γλυκογυρίζουνωραία μάτια ερωτικά, και εις την αύρα κυματίζουνμαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

85.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζειπως ο κόρφος καθεμιάςγλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.

86.

Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,το ποτήρι δεν βαστώ·φιλελεύθερα τραγούδιασαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

87.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένητων Ελλήνων τα ιερά,και σαν πρώτα ανδρειωμένη,χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
88.

Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,μέρα που άνθισαν οι λόγγοι *για το τέκνο του Θεού.

89.

Σου ’λθε εμπρός λαμποκοπώνταςη Θρησκεία μ’ ένα σταυρό, και το δάκτυλο κινώνταςοπού ανεί τον ουρανό,

90.

σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμαστάσου ολόρθη, Ελευθεριά·και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην εκκλησιά. *

91.

Εις την τράπεζα σιμώνει,και το σύγνεφο το αχνόγύρω γύρω της πυκνώνειπου σκορπάει το θυμιατό.

92.

Αγρικάει την ψαλμωδίαοπού εδίδαξεν αυτή·βλέπει τη φωταγωγίαστους Αγίους εμπρός χυτή.

93.

Ποιοί είναι αυτοί που πλησιάζουν με πολλή ποδοβολή,κι άρματ’, άρματα ταράζουν;Επετάχτηκες εσύ.

94.

Α! το φως που σε στολίζει,σαν ηλίου φεγγοβολή, και μακρόθεν σπινθηρίζει,δεν είναι, όχι, από τη γη·

95.

λάμψιν έχει όλη φλογώδηχείλος, μέτωπο, οφθαλμός·φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως.

96.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,τρία πατήματα πατάς,σαν τον πύργο μεγαλώνεις,και εις το τέταρτο κτυπάς·

97.

με φωνή που καταπείθειπροχωρώντας ομιλείς·«Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθηναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

98.

»Αυτός λέγει… Αφοκρασθείτε: Εγώ είμ’ Άλφα, Ω μέγα εγώ· (9)*πέστε, πού θ’ αποκρυφθείτεεσείς όλοι, αν οργισθώ;

99.

»Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,που μ’ αυτήν αν συγκριθεί κείνη η κάτω οπού σας έχωσαν δροσιά θέλει βρεθεί.

100.

Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,τόπους άμετρα υψηλούς,χώρες, όρη από τη ρίζα, ζώα και δένδρα και θνητούς,

101.

»και το παν το κατακαίει,και δεν σώζεται πνοή,πάρεξ του άνεμου που πνέειμες στη στάχτη τη λεπτή».

102.

Κάποιος ήθελε ερωτήσει:Του θυμού του είσαι αδελφή;Ποίος είν’ άξιος να νικήσει,ή με σε να μετρηθεί;

103.

Η γη αισθάνεται την τόση του χεριού σου ανδραγαθιά,που όλην θέλει θανατώσειτη μισόχριστη σπορά.

104.

Την αισθάνονται, και αφρίζουντα νερά, και τ’ αγρικώ δυνατά να μουρμουρίζουνσαν να ρυάζετο θηριό.

105.

Κακορίζικοι, πού πάτετου Αχελώου μες στη ροή, *και πιδέξια πολεμάτε από την καταδρομή

106.

να αποφύγετε! το κύμαέγινε όλο φουσκωτό·εκεί ευρήκατε το μνήμαπριν να ευρείτε αφανισμό.

107.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζεικάθε λάρυγγας εχθρού,και το ρεύμα γαργαρίζειτες βλασφήμιες του θυμού.

108.

Σφαλερά τετραποδίζουν πλήθος άλογα, και ορθάτρομασμένα χλιμιτρίζουνκαι πατούν εις τα κορμιά.

109.

Ποίος στο σύντροφον απλώνειχέρι, ωσάν να βοηθηθεί·ποίος τη σάρκα του δαγκώνειόσο οπού να νεκρωθεί·

110.

κεφαλές απελπισμένες,με τα μάτια πεταχτάκατά τ’ άστρα σηκωμένες για την ύστερη φορά.

111.

Σβήεται —αυξαίνοντας η πρώτητου Αχελώου νεροσυρμή—το χλιμίτρισμα, και οι κρότοι,και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

112.

Έτσι ν’ άκουα να βουίξειτον βαθύν Ωκεανό,και στο κύμα του να πνίξεικάθε σπέρμα Αγαρηνό·

113.

και εκεί που ’ναι η Αγία Σοφία, μες στους λόφους τους επτά,όλα τ’ άψυχα κορμία,βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114.

σωριασμένα να τα σπρώξειη κατάρα του Θεού, κι απεκεί να τα μαζώξειο αδελφός του Φεγγαριού· *

115.

κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,και η θρησκεία κι η Ελευθεριάμ’ αργοπάτημα ας πηγαίνει μεταξύ τους, και ας μετρά.

116.

Ένα λείψανο ανεβαίνειτεντωτό, πιστομητό,κι άλλο ξάφνου κατεβαίνεικαι δεν φαίνεται και πλιο.

117.

Και χειρότερα αγριεύεικαι φουσκώνει ο ποταμός·πάντα πάντα περισσεύει·πολυφλοίσβισμα και αφρός.

118.

Α! γιατί δεν έχω τώρα τη φωνή του Μωυσή;Μεγαλόφωνα, την ώραόπου εσβηούντο οι μισητοί,

119.

τον Θεόν ευχαριστούσεστου πελάου τη λύσσα εμπρός, και τα λόγια ηχολογούσεαναρίθμητος λαός·

120.

ακλουθάει την αρμονίαη αδελφή του Ααρών,η προφήτισσα Μαρία, μ’ ένα τύμπανο τερπνόν, *

121.

και πηδούν όλες οι κόρεςμε τσ’ αγκάλες ανοικτές,τραγουδώντας, ανθοφόρες,με τα τύμπανα κι εκειές.

122.

Σε γνωρίζω από την κόψητου σπαθιού την τρομερή,σε γνωρίζω από την όψηπου με βία μετράει τη γη.

123.

Εις αυτήν, είν’ ξακουσμένο, δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·όμως, όχι, δεν είν’ ξένοκαι το πέλαγο για σε.

124.

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνεικύματ’ άπειρα εις τη γη,495με τα οποία την περιζώνει,κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

125.

Με βρυχίσματα σαλεύειπου τρομάζει η ακοή·κάθε ξύλο κινδυνεύει και λιμιώνα αναζητεί·

126.

φαίνετ’ έπειτα η γαλήνηκαι το λάμψιμο του ηλιού,και τα χρώματα αναδίνειτου γλαυκότατου ουρανού.

127.

Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,στην ξηράν εσύ ποτέ·όμως, όχι, δεν είν’ ξένοκαι το πέλαγο για σε.

128.

Περνούν άπειρα τα ξάρτια, και σαν λόγγος στριμωχτάτα τρεχούμενα κατάρτια,τα ολοφούσκωτα πανιά.

129.

Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,και αγκαλά δεν είν’ πολλές, πολεμώντας, άλλα διώχνεις,άλλα παίρνεις, άλλα καις·

130.

με επιθύμια να τηράζειςδύο μεγάλα σε θωρώ, *και θανάσιμον τινάζεις εναντίον τους κεραυνό.

131.

Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,και σηκώνει μια βροντή,και το πέλαο χρωματίζειμε αιματόχροη βαφή.

132.

Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοικαι δεν μνέσκει ένα κορμί·χάρου, σκιά του Πατριάρχη,που σ’ επέταξαν εκεί.

133.

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι με τσ’ εχθρούς τους τη Λαμπρή,και τους έτρεμαν τα χείληδίνοντάς τα εις το φιλί.

134.

Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε *τώρα πλέον δεν τες πατεί, και το χερί οπού εφιλήστεπλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.

135.

Όλοι κλαύστε· αποθαμένοςο αρχηγός της Εκκλησιάς·κλαύστε, κλαύστε· κρεμασμένος ωσάν να ’τανε φονιάς.

136.

Έχει ολάνοικτο το στόμαπ’ ώρες πρώτα είχε γευθείτ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα·λες πως θε να ξαναβγεί

137.

η κατάρα που είχε αφήσειλίγο πριν να αδικηθείεις οποίον δεν πολεμήσεικαι ημπορεί να πολεμεί.

138.

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει εις το πέλαγο, εις τη γη,και μουγκρίζοντας ανάβειτην αιώνιαν αστραπή.

139.

Η καρδιά συχνοσπαράζει…Πλην τί βλέπω; Σοβαρά να σωπάσω με προστάζειμε το δάκτυλο η θεά.

140.

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη τρεις φορές μ’ ανησυχιά·προσηλώνεται κατόπι στην Ελλάδα, και αρχινά:

141.

«Παλικάρια μου! οι πολέμοιγια σας όλοι είναι χαρά,και το γόνα σας δεν τρέμειστους κινδύνους εμπροστά.

142.

»Απ’ εσάς απομακραίνεικάθε δύναμη εχθρική·αλλά ανίκητη μια μένειπου τες δάφνες σάς μαδεί·

143.

»Μία, που όταν ωσάν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί,κουρασμένοι από τη νίκη,αχ! τον νουν σάς τυραννεί.

144.

»Η Διχόνοια που βαστάειένα σκήπτρο η δολερή· καθενός χαμογελάει,πάρ’ το, λέγοντας, και συ.

145.

»Κειο το σκήπτρο που σας δείχνειέχει αλήθεια ωραία θωριά·μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.

146.

»Από στόμα οπού φθονάει,παλικάρια, ας μην ’πωθεί,πως το χέρι σας κτυπάειτου αδελφού την κεφαλή.

147.

»Μην ειπούν στο στοχασμό τουςτα ξένα έθνη αληθινά:Εάν μισούνται ανάμεσό τουςδεν τους πρέπει ελευθεριά.

148.

»Τέτοια αφήστενε φροντίδα· όλο το αίμα οπού χυθείγια θρησκεία και για πατρίδαόμοιαν έχει την τιμή.

149.

»Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτεγια πατρίδα, για θρησκειά, σας ορκίζω, αγκαλιασθείτεσαν αδέλφια γκαρδιακά.

150.

»Πόσον λείπει, στοχασθείτε,πόσο ακόμη να παρθεί·πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ’ ακολουθεί.

151.

»Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!…Καταστήστε ένα σταυρό,και φωνάξετε με μία:Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ.

152.

»Το σημείον που προσκυνάτεείναι τούτο, και γι’ αυτόματωμένους μάς κοιτάτεστον αγώνα το σκληρό.

153.

»Ακατάπαυστα το βρίζουν τα σκυλιά και το πατούνκαι τα τέκνα του αφανίζουνκαι την πίστη αναγελούν.

154.

»Εξ αιτιάς του εσπάρθη, εχάθη,αίμα αθώο χριστιανικό, που φωνάζει από τα βάθητης νυκτός: Να ’κδικηθώ.

155.

»Δεν ακούτε, εσείς εικόνεςτου Θεού, τέτοια φωνή;Τώρα επέρασαν αιώνες και δεν έπαυσε στιγμή.

156.

»Δεν ακούτε; Εις κάθε μέροςσαν του Αβέλ καταβοάδεν είν’ φύσημα του αέροςπου σφυρίζει εις τα μαλλιά.

157.

»Τί θα κάμετε; Θ’ αφήστενα αποκτήσομεν εμείςΛευθερίαν, ή θα την λύστεεξ αιτίας Πολιτικής;

158.

»Τούτο ανίσως μελετάτε, ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό·Βασιλείς! ελάτε, ελάτε,και κτυπήσετε κι εδώ».

[1823]
___

στροφή 25
*

Και στο πέλαο μία ματία
ρίχνει που σπιθοβολά,
και τα νύχια τα μακρία
σφίγγει απλώνει αρπαχτικά

ΣΗΜΕΙΩΣΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ *
Όταν επρωτοδιαβάσθηκε το ποίημα, κάποιοι είπαν: Κρίμα! υψηλά νοήματα και στίχοι εσφαλμένοι! Για να δεχθώ την πρώτην, ακαρτερώ να δικαιολογήσουν την δεύτερη παρατήρηση. Μά τον Δία που εσάστισα! Αύριο θέλει έρθει και κανένας και μου δείξει τ’ αλφαβητάρι με το κονδύλι στο χέρι· αλλά εγώ τού το παίρνω και απιθώνω την άκρην του εις τα μεγάλα ονόματα του Δάντη και του Πετράρχη, του Αριόστου και του Τάσσου, και εις τα ονόματα όσων στιχουργώντας τους ακολούθησαν, και του λέγω: Λάβε την καλοσύνην, Διδάσκαλε, να γείρεις τ’ αφτιά σου εδώ πάνου, και μέτρα. Κάθε συλλαβή είναι ένα πόδι, και για μας και για αυτούς, όποιος και αν είναι ο στίχος· όμως εσύ δεν εξεύρεις να τα μετράς. Το φωνήεν, με το οποίον τελειώνει η λέξη, χάνεται εις το φωνήεν, με τον οποίον η ακόλουθη αρχινά· όμως το προφέρω, επειδή έτσι με συμβουλεύει η τέχνη της αληθινής αρμονίας. Το ια (βία), το εει (ρέει), το αϊ (Μάϊ) και τα εξής, όταν δεν είναι εις το τέλος του στίχου, δεν κάνουν παρά μία συλλαβή. Το τιμή είναι ομοιοτέλευτο με το πολλοί, το κακός με το τυφλός, το εχθές με το πολλές. Τούτοι οι κανόνες έχουν κάποιες εξαιρέσεις, τες οποίες όποιος έχει καλά θρεμμένη με τους Κλασικούς την ψυχήν του βάνει εις έργον, χωρίς τόσο να συλλογίζεται, εις την ίδιαν στιγμήν εις την οποίαν μορφώνει την ύλη. Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι ξεχείλισμα της ψυχής· μ’ όλον τούτο, αν φθάσεις να μου αποδείξεις ότι σφάλλω τους στίχους, θέλει γράψω των Ιταλών και των Ισπανών, να τους δώσω την είδησιν, ότι τους έσφαλαν έως τώρα και αυτοί, και μη φοβάσαι να σου πάρω για την εφεύρεσιν το βραβείον, γιατί θέλει σε μελετήσω. Αλλά ποίος σου είπε να τσακίσεις την λέξη θερι-σμένα; (στρ. 51) — Ποίος μου το ’πε; το απόκρυφο της τέχνης μου και το παράδειγμα των μεγάλων. Άμετρα είναι τα παραδείγματα τέτοιας λογής, και θέλει σου τα αναφέρω όλα ένα ένα, όταν ανανοηθώ πως έχω καιρόν να χάσω. Ο Πίνδαρος έχει τσακισμένες καμία χιλιάδα λέξεις· οι τραγικοί στους χορούς ετσάκισαν αρκετές και αυτοί, και ο Οράτσιος τους εμιμήθηκε. Το παράδειγμα του Αριόστου
Né men ti raccomando la mia Fiordi…
ma dir non poté- ligi; e qui finio.
[Canto XLII, 14]
αναλεί την εικόνα και περιέχει πάθος λύπης. Το παράδειγμα του Πινδάρου
Ἱδοῖσα δ’ οξεῖ’ Ἐρινὺς
πέφνεν ἑοῖ σὺν ἀλλαλο-
φονίᾳ γένος ἀρήϊον
[Ολύμπ., είδ. β΄, στίχ. 73]
αναλεί την εικόνα και περιέχει πάθος τρομάρας. Το παράδειγμα του Δάντη
Così quelle caròle differente-
mente danzando, della sua ricchezza
Mi si facean stimar veloci e lente.
[Parad., Canto 24]
είναι τέτοιο, οπού αν το διαβάσεις με εκείνες τες άλλες θείες ζωγραφίες, και καταλάβεις ότι τέτοιες δεν τες κάνει κανένας, ίσως ημπορεί, Διδάσκαλε, να φιλιωθούμε· και η φιλία θέλει βαστάξει, όσο να σου κάμω μία παρατήρηση εις τον Πίνδαρο. Η λέξη ὅλον (Ολυμπ., ειδ. β΄, στίχ. 55) βρίσκεται τσακισμένη· για όποιο δίκαιο, ή μουσικής, ή άλλο επαρακινήθηκεν ο Πίνδαρος να την τσακίσει, το πρώτο δίκαιο το είχε η φύση της λέξης, η οποία, αν τσακισθεί, εναντιώνεται με την ιδέαν που παρασταίνει. Σε βλέπω και φρίττεις και ετοιμάζεσαι να μαδήσεις τα μαλλιά σου ωσάν το Θ του Λουκιανού (Δίκη φωνηέντων)· αλλά ησύχασε, γιατί ο Πίνδαρος μ’ όλον τούτο μένει πάντα ο ίδιος για καθέναν· ο ίδιος για με οπού βρίσκω την τέχνην όπου είναι, ο ίδιος για σε οπού ξανοίγεις τες οξείες όπου δεν λείπουν… βλέπω ένα χαμόγελο εις τα χείλα των ξένων· αλλά δεν το κάνουν τόσο πικρό, γιατί βέβαια θυμούνται και τα δικά τους.

 

“Διονύσιος Σολωμός”

 

Φράσεις / αποφθέγματα

 

.Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές.

.Άστραψε φως κι γνώρισαν ο νιος τον εαυτό του.

.Έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα.

.Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;

. Είδες να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το έθνος.

. Ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός.

. Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε.
Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε.

. Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος.

. Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.

. Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.

. Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν, και τα βασίλεια κι όλα, τίποτα δεν είναι σαν στητή, μένει η ψυχή κι ολόρθη.

. Νύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.

. Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει,
όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

. Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.

 

Τον Ιούνιο του 1824 οι Τούρκοι θα καταλάβουν τα Ψαρά και θα προβούν σε μία ανελέητη σφαγή των κατοίκων του νησιού∙ ένα χρόνο μετά ο Διονύσιος Σολωμός θα συνθέσει το έξοχο αυτό επίγραμμα για να τιμήσει τους θυσιασθέντες Ψαριανούς.

Η θανάτωση χιλιάδων Ελλήνων που έλαβε χώρα στα Ψαρά υπήρξε ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα για όλο το ελληνικό έθνος, και μια ασύλληπτη καταστροφή για το ίδιο το νησί. Ο ποιητής συγκλονισμένος, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, επιχειρεί με τους στίχους του να τονίσει πως ο χαμός των ηρωικών αυτών Ελλήνων θα συνοδευτεί από αθάνατη δόξα, που θα υπενθυμίζει πάντοτε την πολύτιμη θυσία και την υπέρμετρη προσφορά των Ψαριανών στον επαναστατικό αγώνα της

 

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

Περπατώντας η Δόξα μονάχη

Μελετά τα λαμπρά παλικάρια

Και στην κόμη στεφάνι φορεί

Γεναμένο από λίγα χορτάρια

Που είχαν μείνει στην έρημη γη.

 

(Οι Έλληνες έχουν πολλάκις θυσιαστεί και απέδειξαν

πως η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ δεν είναι Ουσιαστικό …αλλά ΡΗΜΑ )

 

 

 

peakupnews.gr

Αγάθη  Ρεβύθη

Πηγές  Δ/δίκτυο , www.ellines.com

 

 

- Advertisment -spot_img

Most Popular